- μουλτεζίμης
- ο ист. подрядчик (сбора десятины)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουλτεζίμης — ο (κατά την τουρκοκρατία) ενοικιαστής δημόσιου φόρου, ιδίως τής δεκάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. multezim] … Dictionary of Greek